- Ἱσπανοῦ
- Ἱσπανόνneut gen sgἹσπανόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γκρι, Χουάν — (Juan Gris, Μαδρίτη 1887 – Παρίσι 1927). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού ζωγράφου Χοσέ Βιστοριάνο Γκονθάλεθ (Jose Vistoriano Gonzales). Η έμφυτη διαλεκτική αυστηρότητά του γρήγορα τον προσανατόλισε σε πειραματισμούς που κατέληξαν στον κυβισμό… … Dictionary of Greek
Φωκάς, Ιωάννης — I (Απόστολος Βαλεριανός, Eλιός, Κεφαλονιά α’ μισό 16ου αι. – 1602;). Έλληνας θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Εργάστηκε επί 40 χρόνια ως πλοηγός (piloto) στην υπηρεσία των Ισπανών στις δυτικές Ινδίες, όπου απέκτησε υπολογίσιμη περιουσία, την οποία… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
Βελάσκεθ, Ντιέγκο Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα ι- — (Diego Rodriguez da Silva y Velazquez, Σεβίλη 1599 – Μαδρίτη 1660). Ισπανός ζωγράφος. Ήταν παιδί ακόμα όταν άρχισε τη μαθητεία του στο εργαστήριο του Φρανθίσκο Πατσέκο. Παρά τον όψιμο μανιερισμό του δασκάλου του, ο Β. ενδιαφέρθηκε περισσότερο για … Dictionary of Greek
Μιρό, Χουάν — (Joan Miro, Βαρκελώνη 1893 – Πάλμα 1983). Ισπανός ζωγράφος. Από την επαφή του με τη ζωγραφική των φοβιστών και των κυβιστών άντλησε πολύτιμα διδάγματα για την αυτονομία του χρώματος και για την οργάνωση του χώρου. Συγγενέστερα με την… … Dictionary of Greek
Μοράλες, Λούις ντε- — (Luis de Morales, 1509 – 1589). Ισπανός ζωγράφος. Οι σύγχρονοί του τον ονόμαζαν «ο ζωγράφος των θείων», γιατί ζωγράφισε έργα αποκλειστικά θρησκευτικού περιεχομένου. Είχε υποστεί την επίδραση των παλιών φλαμανδών ζωγράφων και έδωσε στις μορφές του … Dictionary of Greek
Μουρίγιο, Μπαρτολομέ Εστεμπάν — (Bartolome Esteban Murillo Σεβίλλη 1618 – 1682). Ισπανός ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής του Χουάν ντε Καστίγιο και παρέμεινε στο εργαστήριό του έως το 1639, αλλά οι ιδανικοί δάσκαλοί του ήταν ο Χοσέ ντε Ριμπέρα, ο Φρανθίσκο Θουρμπαράν και κυρίως οι… … Dictionary of Greek
Νταλί, Σαλβαντόρ — (Salvador Dali, Φιγκέρας, Βαρκελώνη 1904 – 1989). Ισπανός ζωγράφος, συγγραφέας, κοσμηματοποιός και σκηνογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία της Μαδρίτης (1921 24) και το 1928 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1929 προσχώρησε στο κίνημα των υπερρεαλιστών… … Dictionary of Greek